κνησμονη

κνησμονη
    κνησμονή
     Anth. = κνησμός См. κνησμος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κνησμονη" в других словарях:

  • κνησμονῇ — κνησμονή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμονή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμονή — η (AM κνησμονή) ο κνησμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κνῆσμα (πρβλ. πημονή: πῆμα, φλεγμονή: φλέγμα)] …   Dictionary of Greek

  • κνησμοναῖς — κνησμονή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμοναί — κνησμονή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμονῆς — κνησμονή fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμονήν — κνησμονή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμονικός — κνησμονικός, ή, όν (Μ) [κνησμονή] αυτός που ανήκει σε κνησμονή …   Dictionary of Greek

  • κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

  • κνησμονάς — κνησμονά̱ς , κνησμονή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; —     ken 2, kenǝ , keni , kenu ;     English meaning: to rub, scrape off; ashes     Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben”     Note: various with conservative extensions     Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»